19 Μάϊου. Περί Γενοκτονίας και προσφυγιάς. Πότε θα πάψουμε επιτέλους να βάφουμε με αίμα το πλανήτη;

Σήμερα, 19 Μαϊου, τιμούμε τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που υπέστησαν το πιο φρικτό έγκλημα, την συστηματική εξολόθρευση του γένους τους, την γενοκτονία. Επί 4 και πλέον χρόνια οι Πόντιοι, ζούσαν με το φόβο των δολοφονιών, της κρεμάλας, των βασανισμών, των πορειών θανάτου. 353.000 ψυχές χάθηκαν. Υπήρχαν όμως και επιζώντες, τυχεροί. Τέσσερις από αυτούς ήταν ο Γιάννης, η Σοφία, ο Νικόλας και η Παρασκευή, οι παππούδες μου. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας λίγα για αυτούς:
Ο Παππούς μου ο Νικόλας γνώρισε την εξορία το από το 1916 όντας μόλις 7 ετών. Όσο ζούσε μας έλεγε πως ξεριζώθηκαν απ'το χωριό του κοντά στην Αργυρούπολη της Ματσούκας, κρατήθηκαν στοιβαγμένοι σε αμπάρια καραβιών στην Τραπεζούντα και μετά από μήνες μεταφέρθηκαν στη Μακρόνησο για αποστείρωση. Στην διαδρομή έχασε την αδελφή του. Από εκεί τους πήγαν στη Σπάρτη και έπειτα στην Κοζάνη.

Ο Παππούς με σκληρή δουλειά έκανε οικογένεια και έφτιαχνε την ζωή του, αλλά μετά από λίγα χρόνια ήρθαν οι Γερμανοί και αυτός έφυγε στο βουνό. Όταν όμως οι Γερμανοί φύγανε, ήρθαν οι εθνικόφρονες. Οι «πατριώτες» τον βασάνισαν, τον έστειλαν ξανά εξορία και τον καταδικάσανε σε θάνατο. Ο παππούς όμως την γλίτωσε. Αναγκαστικά έγινε ξανά πρόσφυγας, εσωτερικός αυτήν την φορά, και πήγε στη Βέροια. Μετά από πολλά χρόνια, πήρε μετάλλιο και αναγνώριση για τις πράξεις του στην αντίσταση. Πέθανε με αξιοπρέπεια το 1995.

Ο Πατέρας μου, ο Τριαντάφυλλος Παρχαρίδης - παιδί πολιτικών προσφύγων και οικονομικός πρόσφυγας ο ίδιος - μου έλεγε ιστορίες απ'το γυμνάσιο που στην Κοζάνη του 1958 τον φώναζαν "τουρκόσπορο φύγε." Είναι οι πρόγονοι αυτών που δέρνουν και τραμπουκίζουν σήμερα. Είχε γράψει ο ίδιος για τους δικούς του:

«Ο πατέρας μου, πρόσφυγας από το Χαψίκιοι της Ματσούκας του Πόντου, σε ηλικία 16 χρονών ένιωσε την καταδίωξη στο απόγειο της. Αμούστακο παιδί τον μάζεψαν και το έσυραν μαζί με άλλες δυόμισι περίπου χιλιάδες Ελληνόπουλα της περιοχής του στο δρόμο της εξορίας στα βάθη της Μικρασίας, στο Ερζουρούμ. Η πεζοπορία, η κούραση, η ασιτία, το ψύχος αποδεκάτιζαν τις φάλαγγες των ταλαιπωρημένων εκείνων νεομαρτύρων, εκείνα τα καταραμένα χρόνια της εκρίζωσης. Τριακόσιοι ήταν περίπου οι τυχεροί που επέστρεψαν στα σπίτια τους, αφού άντεξαν σ'όλες εκείνες τις κακουχίες που το κεμαλικό καθεστώς τους επέβαλε, και μεταξύ αυτών και ο δικός μου πατέρας. Ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή, ταλαιπωρημένος, με κλονισμένη την υγεία του, μπήκε σε κάποιο σαπιοκάραβο από την Τραπεζούντα όπου είχε φτάσει για να βρεθεί, ξεκομμένος από τα άλλα μέλη της οικογένείας του, στη Μακεδονία.

Η μάνα μου, μια τελείως αγράμματη αλλά σοφή γυναίκα, από την Κοντού του Καπίκιοϊ της Τραπεζούντας, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή με τον πατέρα μου, έφτασε και αυτή στα ίδια μέρη της Μακεδονίας. Εκεί γνωρίστηκαν, έσμιξαν τη ζωή τους που είχε σαν αποτέλεσμα τον ερχομό στον κόσμο μίας κόρης και έντεκα αγοριών, από τα οποία κατόρθωσαν να επιζήσουν μόλις τα έξι.»

Παρά το ότι είχαν υποστεί, οι παππούδες μου δεν είχαν μίσος και κακία, ούτε για τους Τούρκους, ούτε για τους Γερμανούς ούτε για τους εθνικόφρονες. Ας μας οδηγήσει ο βίος τους στην μνήμη των αδικοχαμένων συμπατριωτών τους και στην αναζήτηση του δίκαιου στην καθημερινότητά μας.


Πετράλωνα 19 Μαίου 2022,
Γιάννης Παρχαρίδης


 

 

Σχόλια