Η Στολή [για τα εκατό χρόνια της πρόσκαιρης λευτεριάς της Σμύρνης/ 2 Μαΐου 1919]

Χρόνια πια στην προσφυγιά –που την ζούσε πάντα ως προσφυγιά όπου κι αν έφτασε– θυμότανε την Πρωτομαγιά που πήγε με τους προσκόπους και τα παιδιά της σχολής Χατζηαντώνη στον Κουκλουντζά. Ήτανε μια μέρα λαμπρή, μέρα που μόνο το φως της Ιωνίας χαρίζει με τέτοια έξαρση, τέτοιο θάμβος, τέτοια χρώματα. Σαν έγειρε ο ήλιος, πήρανε το δρόμο του γυρισμού για τον Άι Δημήτρη. Μα όσο πλησιάζανε, τόσο δυνάμωναν οι καμπάνες, τόσο ξεπρόβαλλαν οι γαλανόλευκες στα σοκάκια, τόσο το πλήθος πύκνωνε φωνάζοντας με μια αλλόκοτα πνιχτή κραυγή: «έρχονται, έρχονται!». Γριές με θυμιατήρια στις εξώπορτες κι άντρες δυο μέτρα να κλαίνε, να μην μπορούν να απαντήσουν τί συμβαίνει. Κόσμος από την Πούντα και τα Μορτάκια ως τον Άγιο Τρύφωνα κι από το Παραλλέλι και τις Μεγάλες Ταβέρνες ως τον Φραγκομαχαλά, ερχόταν στη Μητρόπολη που ήταν η καρδιά της Γκιαούρ Ιζμίρ, ερχόταν ν' ακούσει από τον Χρυσόστομο το μεγάλο νέο
Δεν στάθηκαν λεπτό, θυμάται. Κάποιος έφερε την εντολή: «στην "Ευσέβεια", όλοι με την προσκοπική στολή». Εκεί ο αρχηγός της 4ης ομάδος, ο κύριος Παπαδημητρίου θα έδινε οδηγίες, να ξεκουραστούν και το πρωί να είναι στη Λέσχη των Κυνηγών, οδηγοί του ελληνικού στρατού. Μα ποιος να κοιμηθεί; Όλη τη νύχτα έρχονταν στην προκυμαία, από το Κορδελιό και του Παπά τη Σκάλα, από τα Πετρωτά και την Αγία Τριάδα, από το Μπαϊρακλί και τον Μπουρνόβα, από το Καρατάσι και το Κοκάργιαλι, από το Γκιόζτεπε και τον Βουτζά. Με τραμβάλια και τραίνα, βάρκες και βαποράκια μα οι πιο πολλοί με τα πόδια, δεν είχαν υπομονή. εξακόσια χρόνια περίμεναν. Και κάποτε ξημέρωσε η ατέλειωτη εκείνη νύχτα κι έβλεπες πια παράθυρα, μπαλκόνια, καμπαναριά, δέντρα, ακόμα και τα φανάρια, γεμάτα ανθρώπους. Βάρκες γεμάτες κόσμο ν' ανοίγονται στο λιμάνι για να προϋπαντήσουν τον στόλο των ελευθερωτών ενώ στην προκυμαία στρώνανε χαλιά, δάφνες, μαργαρίτες και μυρτιές, με τα κορίτσια να κρατούν στεφάνια της πρωτομαγιάς και καλαθάκια με ροδοπέταλα για να ράνουν τους ευζώνους… 
… Χρόνια πια στην προσφυγιά –που την ζούσε πάντα ως προσφυγιά όπου κι αν έφτασε– θυμότανε την Πρωτομαγιά μα δεν μιλούσε. Άνοιγε μονάχα ένα ερμάρι κι έριχνε μια ματιά σε μια φθαρμένη προσκοπική στολή, εκείνη που είχε φέρει από την Ελλάδα, μαζεύοντας τα χρήματα μεταλλίκι- μεταλλίκι, κι είχε πάλι προλάβει να ρίξει σ' ένα μπόγο φεύγοντας το Εικοσιδύο. Μονάχα σαν άκουγε κανέναν να κρίνει με ύφος περισπούδαστο την απόφαση της λευτεριάς, γυρνούσε και με κοίταζε με νόημα σαν να έλεγε «δεν αξίζει τον κόπο ν' απαντήσεις» για το όνειρο που έσβησε γιατί κάποιοι σταθήκανε ανάξιοι κι όχι γιατί δεν άξιζε τη λευτεριά της εκείνη η πόλη που ήταν η πιο ελληνική, η πιο ευρωπαϊκή της Ανατολής, τότε που ο νέος ελληνισμός είχε ακόμη όνειρα και προοπτικές και δεν είχε συμβιβαστεί με την μοίρα που τον ήθελε βαλκανικό ακρωτήρι.

Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Δημοσίευση αλιευμένη από το Facebook 

Σχόλια