Το Μπαϊράμι άλλοτε στη Σμύρνη

Πριν από την Καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό από τα άγια χώματα της Μικράς Ασίας, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, εβραίοι και φραγκολεβαντίνοι τιμούσαν και σέβονταν οι μεν τις γιορτές των δε. Ήταν εκεί που εκδηλωνόταν θετικά η αποδοχή της διαφορετικότητας αλλά και ο σεβασμός στην πράξη. Για το πώς αντιμετώπιζαν οι Έλληνες Σμυρνιοί γιορτές των αλλόθρησκων γειτόνων τους, παραθέτει μαρτυρίες η πρόεδρος του Συλλόγου Αλατσατιανών «Τα Εισόδια της Θεοτόκου», Μαριάννα Μαστροσταμάτη. Για την ιστορία, αύριο ξεκινά στην Τουρκία το Κουρμπάν Μπαϊράμι, μεγάλη θρησκευτική γιορτή των μουσουλμάνων…

Ένα από τα στοιχεία που συνηθίζουμε να μνημονεύουμε σήμερα για την «πάλαι ποτέ» Σμύρνη είναι η πολυπολιτισμικότητα, ο κοσμοπολιτισμός της.

Στοιχεία που δεν ίσχυαν μόνο στα στενά όρια της πόλης της Σμύρνης, αλλά σε ολόκληρη την Ιωνία και σχεδόν σε όλη τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, στις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών.

Η Σμύρνη, αν κατείχε αυτήν την αποκλειστικότητα στην πολυπολιτισμικότητα, είναι γιατί εκεί τη διαφορετικότητα την στοιχειοθετούσαν περισσότερα υποσύνολα πολιτών με διαφορετικά χριστιανικά και μουσουλμανικά δόγματα, καθώς και διαφορετικές εθνικές προελεύσεις όπως οι φραγκολεβαντίνοι και οι εβραίοι που επίσης διαιρούνταν σε καθολικούς και προτεστάντες ή σεφαραδίτες και Ασκενάζι.

Η είσοδος της εβραϊκής αγοράς

Γενιές ολόκληρες ανθρώπων με διαφορετική εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική γενικά κουλτούρα γεννιόντουσαν και πέθαιναν συμβιώνοντας στον ίδιο τόπο αντιμετωπίζοντας στην καθημερινότητα τα όποια προβλήματα μπορούσε να δημιουργεί η διαφορετικότητά τους.

Η συμβίωση άλλωστε δεν είναι ποτέ εύκολη ούτε σε ένα σπίτι για τα μέλη της ίδιας οικογένειας. Πόσο μάλλον όταν καλείσαι να συμβιώνεις με ανθρώπους που δεν μιλούν τη γλώσσα σου και δεν πιστεύουν στον δικό σου Θεό. Ποιο ήταν λοιπόν το ισχυρό στοιχείο που κατάφερνε να ενώνει αυτούς τους πολίτες μέσα στο σύνολο της ομάδας «Σμυρνιοί»; Σαφέστατα ο σεβασμός του άλλου στην πράξη, και όχι σαν την αναμασημένη κοινωνιολογική θεωρία που ακούμε συχνά εμείς αδυνατώντας εντελώς να την εφαρμόσουμε.

Τη βάση της προόδου και της ανάπτυξης της πνευματικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής της Σμύρνης δημιουργούσε ακριβώς η απουσία της ομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων που οδηγεί στην κοινωνική διαστροφή του φαινόμενου της επικράτησης του ισχυρού εις βάρος του αδύναμου όσον αφορά την αυταρέσκειά «μας» μέσω της φυλής «μας» και της θρησκείας «μας».


Είναι πολλές οι μαρτυρίες των προσφύγων που αναφέρουν έτσι απλά τα αυτονόητα γι’ αυτούς στοιχεία των εθίμων κατά τις θρησκευτικές εορτές των δύο διαφορετικών ομάδων που συμβίωναν πολλές φορές στην ίδια γειτονιά, διατηρώντας σχέσεις φιλίας ή συνεργασίας, όπως με τους ομόφυλους και ομόθρησκούς τους. Και είναι χαρακτηριστικά αντιπροσωπευτικές όταν αυτές εκφράζονται μέσα από τις παιδικές αναμνήσεις του πρόσφυγα, καθώς διαπιστώνουμε το αποτέλεσμα της διαπαιδαγώγησής του προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτήν την πολυπολιτισμικότητα του τόπου στον οποίο μετά θα ζούσε και θα προόδευε ως ενήλικας, όχι για να αποδείξει τη δική του «εξαιρετική» φυλή ή πίστη, αλλά ως πολίτης για το καλό των συμπολιτών και τελικά της ίδιας της πόλης:
«Στο σπίτι μας είχαμε το παρακούζινο στην αυλή για τα τηγανητά. Να μη μυρίζει το σπίτι. Τις μέρες του ραμαζανιού η μητέρα δεν τηγάνιζε γιατί είχαμε Τούρκους γειτόνους. Αμαρτία ήταν!… Ούτε νερό δεν ήπιναν όλη μέρα. Και κοιτούσε να κανονίζει το μαγείρεμα της άλλης μέρας από το βράδυ που ήτρωγαν κι εκείνοι…»
«Εμείς τα μικρά παίρναμε και το ψωμοτύρι μας στη γειτονιά να μη χάσουμε το παιχνίδι. Στο ραμαζάνι ηξέραμε ότι πρέπει να το φάμε μέσα στο σπίτι και μετά να βγήκομε στο δρόμο πάλε».
«Ηπεριμέναμε τη χασοφεγγαριά το καλοκαίρι και δεν μας ήνοιαζε καθόλου που έπρεπε να μαζευτούμε νωρίς στα σπίτια η σμαρίδα του μαχαλά μας. Δεν ηβλέπαμε!… Μα ξέραμε ότι την άλλη μέρα που το φεγγαράκι ήβγαινε γαϊτανόφρυδο στον ουρανό το σπίτι μας θα γέμιζε μπακλαβάδες και μαντζούνια με ροδοζάχαρη από τους Τούρκους γείτονές μας».
«Ο γιος του αλμπάνη που ήπαιζε μαζί μας όλο με ρωτούσε πόσες μέρες έχουμε ακόμη για τα κόκκινα αυγά και τα μπαμ και μπουμ στην Ανάσταση. Ούλοι τους ερχόντουσαν στην εκκλησιά μας το βράδυ της Ανάστασης. Και πως ήτο Τούρκοι;… Ήταν γιορτή στην πόλη και διασκέδαζαν μαζί μας. Τους δίναμε κι αυτονών ένα αυγό και τσουγκρίζαμε».

«Μεγαλοβδομαδιάτικα κανένας Τούρκος δεν άφηνε το παιδί του να φάει αυγό και ψωμοτύρι στο κατώφλι να μη ζουλεύουμε εμείς με τις ελιές και το ταχίνι».
«Κι έτσι είχαμε πιο πολλές γιορτές και πανηγύρια, πιο πολλά γλυκά. Τέλειωνε το Πάσχα μας, ηπεριμέναμε το Μπαϊράμ τους. Ητέλειωνε το κουρμπάνι τους, ηπερίμεναν τα Χριστούγεννά μας».
«Στο Ραμαζάνι ο πατέρας μας δεν ήπαιρνε μαζί του φαγητό σαν πήγαινε στα κτήματα. Είχενε βλέπεις Τούρκους στη δουλεψή του. Έτσι είχαμε χαρά γιατί κάθε μεσημέρι ηρχότανε στο σπίτι και τρώγαμε μαζί».
«Μπακλαβά ήφτιαχνε και η μητέρα στο Μπαϊράμι και παράβγαινε με τη φίλη της τη Μελτέμ στο σορόπιασμα. Μα η Μελτέμ δεν κατάφερε ποτέ να κάνει φουσκωτά τσουρέκια το Πάσχα και γελούσε με τη μητέρα μας: Να τα ρίξω στο νουβάρι, θα γυρίσουν, πίσω ήλεγε».

Τέλος, η χρήση του όρου «Μπαϊράμι» είχε περάσει στους πρόσφυγες σε παροιμίες και γνωμικά που ήρθαν στην Ελλάδα και συμπεριλαμβάνονται στα πολιτιστικά μας στοιχεία, ως απόγονοί τους:

«Έχει μπαϊράμι στο κεφάλι» (άρνηση της πραγματικότητας) | «Μόνος του κάνει μπαϊράμι» (πανηγυρίζει μόνος του) | «Με το νου του μπαϊράμι, γιά να δω τι θα του κάνει» (γι’ αυτόν που φαντάζεται κάτι αμφιβόλου αποτελέσματος).

Μαριάννα Μαστροσταμάτη
Αναδημοσίευση από το mikrasiatis.gr

Σχόλια