Βοτανικός 1931:Η δολοφονία ενός μεγαλοεργολάβου της εποχής και η επικήρυξη του δολοφόνου από τις εφημερίδες για 5.000 δραχμές

Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου 1931 τρεις περαστικοί από τη γέφυρα της Αγίας Τριάδος κοντά στον Βοτανικό βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Δυο δέματα τα οποία, ανάμεσα σε εφημερίδες και βαμβακερό ύφασμα έκρυβαν ένα τεμαχισμένο ανθρώπινο σώμα.
Ο ιατροδικαστής που έσπευσε να εξετάσει το μακάβριο εύρημα διαπίστωσε πως επρόκειτο για έναν άνδρα 35 με 40 ετών, ο οποίος έφερε ίχνη βασανισμού και είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Το πτώμα έφερε και εγκαύματα πρώτου βαθμού, γεγονός που οδήγησε στην εκτίμηση πως οι δράστες επιχείρησαν να τον κάψουν, στην προσπάθεια τους να εξαφανίσουν τα ίχνη τους.

Το έγκλημα έγινε πρωτοσέλιδο και σόκαρε με την αγριότητα του την συντηρητική κοινωνία της εποχής. Οι αρχές επιδόθηκαν σε αγώνα δρόμου προκειμένου να καταφέρουν να αναγνωρίσουν το άγνωστο θύμα με πολίτες, οι οποίοι είχαν αγνοούμενους στις οικογένειες τους, να περνούν το κατώφλι της Ιατροδικαστικής υπηρεσίας. Ένα 24ωρο αργότερα ο γρίφος της ταυτότητας του αγνώστου λύθηκε. Το θύμα ήταν ο πλούσιος εργολάβος Δημήτρης Αθανασόπουλος και τον αναγνώρισε ένας φίλος του και ο γιατρός ξάδελφος του, οι οποίοι δεν είχαν επικοινωνήσει μαζί του τις τελευταίες τέσσερις ημέρες.

Η αστυνομία γνωρίζοντας πλέον τα στοιχεία του άτυχου άνδρα άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι του νήματος της υπόθεσης με στόχο τον εντοπισμό των δολοφόνων, αφού ήδη είχαν καταλήξει πως επρόκειτο για έγκλημα που διέπραξαν περισσότεροι του ενός δράστες. Ως ύποπτος εξετάστηκε ο συνέταιρος του Αθανασόπουλου, ο γιατρός ξάδελφος του, αλλά και δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, με τις οποίες, σύμφωνα με μαρτυρίες, διασκέδαζε ο Αθανασόπουλος το βράδυ της εξαφάνισης του. Άλλωστε, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μίλησαν για την μποέμικη ζωή του θύματος, το οποίο παρά το γεγονός ότι είχε μια νεαρή και πανέμορφη γυναίκα, ξενοκοιμόταν και έλειπε τακτικά από το σπίτι.Ο Τύπος της εποχής έκανε… πάρτι. Είναι ενδεικτικό πως η εφημερίδα «Ελληνική» προχώρησε σε έναν απίστευτο διαγωνισμό, ζητώντας από τους αναγνώστες της να βρουν τον ένοχο και να εντοπίσουν τους λόγους της δολοφονίας του Αθανασόπουλου με έπαθλο 5.000 δραχμές. Στην περίπτωση που πολλοί αναγνώστες έβρισκαν τη λύση του μυστηρίου, διευκρίνιζε η εφημερίδα, θα γινόταν κλήρωση η οποία και θα αναδείκνυε τον νικητή.

Τα στοιχεία που «έδειξαν» τους δολοφόνους

Όσο, όμως, η έρευνα της αστυνομίας προχωρούσε τόσο τα φώτα στρέφονταν στην οικογένεια του Δημήτρη Αθανασόπουλο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την 25χρονη καλλονή Φούλα Κάστρου και είχε αποκτήσει μαζί της τρία παιδιά. Όσοι γνώριζαν καλά την οικογένεια ήξεραν πως γάμος, του Αθανασόπουλου και της Φούλας, έγινε όταν η νεαρή γυναίκα ήταν ακόμη ανήλικη.

Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, η Φούλα είπε το «ναι» μετά από πίεση της μητέρας της Άρτεμις και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρας της ο οποίος μετά το γάμο έφυγε για τον Καναδά, διακόπτοντας κάθε σχέση με την οικογένεια του. Η Άρτεμις Κάστρου, μετά την φυγή του συζύγου της, έμενε μαζί με το ζευγάρι και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που καυγάδιζαν τακτικά. Οι κακές γλώσσες, μάλιστα, έλεγαν στη συνέχεια, πως ο Αθανασόπουλος και η πεθερά του διατηρούσαν ερωτική σχέση πριν αλλά και μετά το γάμο με τη Φούλα.

Όταν οι αστυνομικοί πήγαν στο σπίτι του Αθανασόπουλου, στην Καλλιθέα στην οδό Θησέως, βρήκαν τη σύζυγο και την πεθερά του, οι οποίες με απόλυτη ψυχραιμία τους εξήγησαν, πως δεν τους έκανε εντύπωση που απουσίαζε τόσες ημέρες από το σπίτι, καθώς δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Άλλωστε, όπως άφησαν να εννοηθεί, ο Αθανασόπουλος δεν ήταν και υπόδειγμα συζύγου.Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι αστυνομικοί εντόπισαν κηλίδες αίματος στην πίσω αυλή του σπιτιού, αλλά και ίχνη από ισχυρά καθαριστικά τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί κάτω από το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού. Κομμάτια από σπάγκο του ίδιου χρώματος και της ίδιας ποιότητας με αυτά που ήταν δεμένα τα δέματα, βρέθηκαν στην κουζίνα αλλά και σε άλλα δωμάτια του σπιτιού.

Όμοια χαρτιά με αυτά που είχαν τυλιχτεί τα τεμαχισμένα μέλη εντοπίστηκαν στην αποθήκη του σπιτιού. Οι αντιφάσεις στις οποίες έπεσε η Άρτεμις Κάστρου για έναν καθρέφτη που έσπασε στο υπνοδωμάτιο, αλλά και η μαρτυρία του υπαλλήλου στο κοντινό παντοπωλείο ότι η υπηρέτρια του σπιτιού αγόρασε τις κρίσιμες ημερομηνίες το σπάγκο και τα χαρτιά, ήρθε να ενισχύσει τις υποψίες ότι το έγκλημα έγινε στο σπίτι της οδού Θησέως. Τα χαλιά αλλά και άλλα αντικείμενα του σπιτιού μεταφέρθηκαν στα εγκληματολογικά εργαστήρια για περαιτέρω έρευνα και στο επίκεντρο της ανάκρισης βρέθηκαν οι δυο γυναίκες.
Το έγκλημα

Η αντίστροφη μέτρηση για τον Δημήτρη Αθανασόπουλου άρχισε όταν τα ξημερώματα της 4ης Ιανουαρίου επέστρεψε στο σπίτι του και βίασε τη γυναίκα του Φούλα. Δεν μπορούσε να δεχτεί, σε καμία περίπτωση, πως εκείνη του αρνιόταν αυτό που θεωρούσε πως δικαιωματικά του ανήκε και έτσι ξέσπασε πάνω της το θυμό και την οργή του. Η Φούλα σοκαρισμένη ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας της, η οποία ήταν γυναίκα έμπειρη και πολύ δυναμική.

Η Άρτεμις Κάστρου με τη σειρά της, κατέφυγε στον 17χρονο ξάδελφο της Δημήτρη Μοσκιό ο οποίος, μάλιστα, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Του έδωσε να πιει ούζο και αφού τον έπεισε πως πρέπει να βάλει τέλος στα βασανιστήρια της Φούλας, ο νεαρός μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και πυροβόλησε τον Αθανασόπουλο που κοιμόταν. Η Φούλα παρακολουθούσε τη δολοφονία χωρίς να κάνει το παραμικρό για να την αποτρέψει και η μητέρα της προχώρησε στο επόμενο βήμα του σχεδίου της, με στόχο να εξαφανίσουν κάθε ίχνος από το πτώμα.

Έτσι, ακολουθώντας τις οδηγίες της ο Μόσκιος, με τη βοήθεια της υπηρέτρια του σπιτιού, πήγαν το άψυχο σώμα του Αθανασόπουλου στο μπάνιο και αφού το έβαλαν σε μια σκάφη το περιέλουσαν με οινόπνευμα και βενζίνη και του έβαλαν φωτιά. Όμως, ο πυκνός καπνός και η έντονη μυρωδιά της καμένης σάρκας τους εμπόδισαν να ολοκληρώσουν το σχέδιο τους, με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν να μεταφέρουν το μισοκαμένο πτώμα και πάλι στο υπνοδωμάτιο και να το κρύψουν κάτω από το κρεβάτι, όπου παρέμεινε για 37 ολόκληρες ώρες.

Τελικά, το πτώμα τεμαχίστηκε και μπήκε σε πακέτα, τα οποία με τη βοήθεια του εραστή της Άρτεμις Κάστρου, του ανιψιού του και ενός ακόμη ατόμου, μεταφέρθηκαν στο ρέμα του Ιλισσού για να εντοπιστούν, λίγο αργότερα, σκαλωμένα στις όχθες του ποταμού.

Πρώτος έσπασε και ομολόγησε το φρικτό έγκλημα ο 17χρονος Μοσκιός, ο οποίος κλονίστηκε και έπεσε στην…παγίδα που του έστησε ο αστυνομικός διευθυντής που ερευνούσε την υπόθεση, όταν είδε σε μια καρέκλα τα ρούχα του θύματος και ένα περίστροφο ίδιο με αυτό που είχε πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο. Όπως εξήγησε στην αστυνομία, ο νεαρός υποχρεώθηκε να γίνει φονιάς, γιατί ο Αθανασόπουλος άρχισε να δέρνει τη Φούλα και την μητέρα της ξαδέλφης του.

«Είναι απαίσιος, ανήθικος και αισχρός. Σκότωσέ τον για να απαλλαγώ απ’ αυτόν», ήταν τα λόγια που, όπως ισχυρίστηκε σε συνέντευξη του ο 17χρονος, του είπε η Φούλα το μοιραίο πρωινό και αμέσως μετά ανέλαβε δράση η μητέρα της, η οποία κι εκείνη με τη σειρά της, τον παρακίνησε να τον σκοτώσει. Πράγματι, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, σύμφωνα με την περιγραφή του και πυροβόλησε τον άνδρα μια φορά ενώ κοιμόταν.

Ο Αθανασόπουλος, όμως, κατάφερε να σηκωθεί τραυματισμένος και αρπάζοντας μια καρέκλα του επιτέθηκε, σπάζοντας ταυτόχρονα τον καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Τότε, όπως είπε, ο 17χρονος έδωσε στον Αθανασόπουλο την χαριστική βολή και στη συνέχεια η ξαδέλφη του και η υπηρέτρια πέρασαν στο λαιμό του ένα κασκόλ και τον αποτελείωσαν, έτσι όπως ήταν πεσμένος στο πάτωμα του δωματίου.

Η Φούλα εμφανίστηκε τελείως αμέτοχη στη δολοφονία, επιρρίπτοντας όλες τις ευθύνες στη μητέρα της και εξηγώντας πως, δεν μίλησε νωρίτερα, γιατί την αγαπούσε και δεν ήθελε να πάει στη φυλακή. Αν και παραδέχτηκε πως δεν ήταν ευτυχισμένη στο γάμο της, σε συνέντευξη που παραχώρησε, αρνήθηκε πως κακοποιήθηκε από το σύζυγο της το προηγούμενο βράδυ. «Δεν με πειράζει που με αποκαλούν κακούργα και δολοφόνο. Έγινε ένα έγκλημα στο σπίτι μου και θύμα ήταν ο άνδρας μου. Ανήθικη, όμως, και διεφθαρμένη ποτέ δεν υπήρξα», είπε.

Όσο για την «κακούργα πεθερά» Άρτεμις Κάστρου, έριξε όλη την ευθύνη του εγκλήματος στον ξάδελφό της και στην υπηρέτρια και αφού περιέγραψε τα βασανιστήρια που περνούσε η κόρη της στα χέρια του Αθανασόπουλου, ισχυρίστηκε πως τους είχε «ψήσει το ψάρι στα χείλη» και πως καθημερινά τις έβριζε και τις έδερνε.Η τιμωρία


Το ενδιαφέρον του κόσμου για την συγκλονιστική υπόθεση έμεινε αμείωτο καθ’ όλη τη διάρκεια των ερευνών και της εξιχνίασης του εγκλήματος. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε να δει τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης όταν οδηγήθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, γιουχάροντας τους και απειλώντας να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό για να τους λιντσάρουν. Το ίδιο συνέβη και στις 18 Φεβρουαρίου του 1932, όταν η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο, με τον κόσμο να συνωστίζεται στη δικαστική αίθουσα για να ακούσει την συγκλονιστική ιστορία από τα χείλη των κατηγορουμένων. Στο εδώλιο κάθισαν η σύζυγος και η πεθερά του Αθανασόπουλου, η υπηρέτρια του σπιτιού, ο 17χρονος Μοσκιός, ο εραστής της Κάστρου και δυο ακόμη άτομα που βοήθησαν στη μεταφορά των μακάβριων δεμάτων.

Η Φούλα και η Άρτεμις Κάστρου καταδικάστηκαν σε θάνατο, η υπηρέτρια τους σε ισόβια και ο Μοσκιός σε κάθειρξη 20 ετών, καθώς διαγνώστηκε ότι έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα. Ο εραστής της Κάστρου καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών, ενώ οι άλλοι δυο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.

Η Φούλα και η μητέρα της οδηγήθηκαν στις φυλακές Συγγρού. Η ομορφιά της Φούλας σαγήνευσε τον διευθυντή των φυλακών, ο οποίος φρόντισε να περνάει καλά η ίδια και η μητέρα της, δίνοντας τους προνόμια που είχαν ελάχιστοι. Δέκα χρόνια αργότερα οι δυο γυναίκες αποφυλακίστηκαν με διάταγμα, για την αποσυμφόρηση των φυλακών, της κυβέρνησης Τσολάκογλου ο οποίος ήταν συγγενής του διευθυντή της φυλακής.

Η Φούλα βγαίνοντας από τη φυλακή παντρεύτηκε και πάλι, όχι τον διευθυντή της φυλακής, αλλά έναν Συνταγματάρχη με τον οποίο έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1971. Η Κάστρου πέθανε το 1956 και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της κατάκοιτη και με πολλά ψυχικά προβλήματα. Ο Μόσκιος πέθανε πολλά χρόνια νωρίτερα, αφού είχε εισαχθεί στο Δρομοκαΐτειο. Η υπηρέτρια βγήκε από τη φυλακή μετά από 18 χρόνια. Μετά την αποφυλάκιση της έκανε οικογένεια.

Η στυγερή δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου και η «κακούργα πεθερά» συγκλόνισε την κοινωνία της εποχής και έγινε ακόμη και τραγούδι. Ο Ιάκωβος Μοντανάρης έγραψε τους στίχους του τραγουδιού το οποίο έντυσε με μουσική ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Το «Τραγούδι του Αθανασόπουλου» με τους πασίγνωστους, ακόμη και σήμερα, «καημένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις», σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων για την εποχή του και λέγεται πως οι γαμπροί έστηναν γλέντι και έσπαγαν το δίσκο στα πόδια της πεθεράς. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως από αυτό προέρχεται και η φράση «θα σπάσω πλάκα»...

Σχόλια