30’ διάλειμμα

Τρίτη στο Attica 07-03-12 11:02’:37’’

                                                             30’ διάλειμμα 


     Άλλο ένα ανούσιο, άπραγο, α-δημιουργικό, στείρο, καταθλιπτικό πρωινό, να ξο-
δεύω τη ζωή μου σ’ ένα εμπορικό πολυκατάστημα, εν τω μέσω της κρίσης.
Δεν έχει παράθυρα. Δεν έχει φως κι εγώ που νόμιζα πως δε μπορώ να ζω δίχως τον
ήλιο, να, που εδώ και δύο χρόνια σχεδόν, ζω κάτω από τις λάμπες και τους προβολείς,
τις ρεκλάμες και τις πολυεθνικές,
το χρόνο που σταμάτησε, να μην αποσπαστεί ο καταναλωτής από το ψώνισμα. Κατά-
ανάλωση του χρόνου και του χρήματος.
Κι ο χρόνος είναι διάσταση.
Και το χρήμα είναι διάσταση.
Και ο ωκεανός διάσταση είναι
αλλά είναι μακρυά από ‘δω κι έχω τεράστια λαχτάρα να τον διανύσω ως την άκρη του.
Αν όλοι εμείς οι πωλητές πετούσαμε τα ρούχα απ’ τις κρεμάστρες,
τότε θα φτιάχναμε δύο βουνά.
Ένα με πανιά κι ένα με κρεμάστρες.
Θα χτίζαμε σπίτια με ξύλα από τα ράφια.
Θα φτιάχναμε δέντρα που τα φύλλα τους, θα ήταν απ’ τα καρτελάκια των τιμών.
   Μη λυπάσαι, μη φοβάσαι. Μην έχεις εδώ αγωνία για τίποτα. Εδώ είναι μια γιορτή,
χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε; Το ‘χε πει κάποτε ο Χρόνης ο Μίσσιος. Το ‘γραψε και βιβλίο.
Τον γνώρισα τον κύριο Χρόνη, ένα βράδυ στο Καπανδρίτι. Κάπνιζε συνεχώς, ζούσε με τη
γυναίκα του ήσυχα κι απλά και όταν μιλούσε, ήταν σα να μουρμούριζε, σα να μονολο-
γούσε.
Γύρω απ’ το σπίτι του, το πευκοδάσος. Έτσι… κι εγώ γράφω βιβλία.
Γύρω από ‘μένα πευκοκρεμάστρες. Έτσι… κι εγώ γράφω βιβλία.
Ο πωλητής πρώτα πουλάει τον εαυτό του κι ύστερα το είδος κι εγώ είμαι καλή πω-
λήτρια. Ώρες ώρες καθώς πουλάω, ακούω τι λέω και ξαφνιάζομαι. Τις περισσότερες φορές,
φεύγουν όλοι ευχαριστημένοι, σα να άκουσαν το δικό τους άνθρωπο κι ας με έβλεπαν για
πρώτη τους φορά.
Ώ! Πόση ανάγκη  έχουνε, να ακούσουν ψέματα οι άνθρωποι!
Πάντως εδώ είναι όλα λαμπερά,
πρόσωπα, φώτα, χρώματα,
ρούχα, χαμόγελα, χειρονομίες,
παπούτσια γυαλισμένα,
φόρμες, σακάκια, εσώρουχα,
λογότυπα, οικόσημα, plexi-glass,
όλα τους λαμπερά, όλα λαμπερά.

   Ειλικρινά, αμφιλεγόμενα, ετερώνυμα πλάσματα,
κλασματα μιας κοινωνίας που μαραίνεται, ανθίζοντας και διανθίζοντας.
Στους ασυνήθιστους καιρούς που ζούμε, ας κάνουμε τουλάχιστον συνηθισμένα
πράγματα, μου είπε χθες το βράδυ ο Μανόλης. Μανόλη τολμώ να τον λέω, μόνο πάνω σε
τούτο το χαρτί. Αλλά και αυτός, όπως κι εγώ, φοράει στολή. Εγώ φαντάρου κι εκείνος
στρατηγού. Έχουμε την ίδια αποστολή. Εγώ ακούω κι εκείνος λέει. Στη ζωή όμως την αλη-
θινή, όλα είναι παιχνίδια ρόλων, κανόνων, πρωτόκολλων, αξιών και αξιωμάτων. Είμαι
υπέρ όλων αυτών, γιατί τα θέλω όλα στη θέση τους. Έχω επίσης το σύνδρομο του σπερμα-
τοζωάριου. Σε εκατομμύρια άλλα, πρέπει να επιβιώσω. Αν είμαι ικανό θα επιβιώσω, ή αν
είμαι ικανότερο.
Όμως, που να επιβιώσω;
Πώς να φυτρώσω εδώ μέσα;
Πώς να αναπτυχθώ και πώς να ανθίσω;
Ο ωκεανός, τα βουνά, τα όρη και τα άγρια λαγκάδια, είναι μακρυά από ‘δω.
Ονειρεύτηκα πως έγινα ελάχιστα μικρή και έκανα ποδήλατο επάνω στους αρμούς
των ατελείωτων διαδρόμων του Attica.
Ονειρεύτηκα πως τρύπωσα στους αεραγωγούς και χάθηκα σε δαιδαλώδεις δια-
δρόμους διαστημικού τοπίου.
Ταξίδεψα μέσα σε κρύπτες, σε τούνελ, σε καλώδια, ψευδοροφές, σχάρες κλιματι-
στικών, πίνακες, ασφάλειες, υδραυλικούς σωλήνες, ροές, υδρορροές.
Εδώ τα λουλούδια ανθίζουν μέσα σε γυάλινα, πολύσχημα μπουκάλια με αρώματα.
Οι πεταλούδες πετάνε τυπωμένες επάνω σε illustration χάρτινες τσάντες συσκευασίας.
Για να δεις τον ουρανό, πρέπει να φτάσεις ψηλά, πολύ ψηλά, πατώντας σε σκάλες
δυνατές και κυλιόμενες. Μόνο που όσο ύψος κι αν πάρεις, στο τέλος της σκάλας, υπάρχει
διάφανη, χοντρή τζαμαρία που δε σ’ αφήνει να πετάξεις. Αλλά τα σύννεφα και το γαλάζιο
τ’ ουρανού, το βλέπεις. Καμιά φορά, πετάνε και πουλιά. Το φως του ήλιου, κρύβεται και
φανερώνεται και ένα βράδυ μάλιστα, είδα και το φεγγάρι.
Σα χειμωνιάζει, μπαίνω μέρα και βγαίνω νύχτα. Μου πήρε καιρό για να το συνη-
θίζω. Λέω τρακόσιες καλημέρες κι άλλες τόσες καλησπέρες.
Ρωτώ ‘‘-Τι κάνεις;
Πώς πέρασες την Κυριακή;
Πότε έχεις το ρεπό σου;
Αν βράχηκες που έβρεχε.
Αν έγραψες στο μάθημα για τη σχολή σου.
Τι μαγειρεύουν αύριο;
Πότε γεννάς;
Τι όμορφο φουστάνι που φοράς!;
Που έχεις το μυαλό σου ερωτευμένε!;
Τι κατηγόριες είπε η άλλη!;
Πόσοι κυκλοφορούν ανάξιοι!
Πόσο καλύτερος είμαι εγώ!’’
Ο θάνατός σου η ζωή μου, τα θέλω μου, το άχτι μου να κυβερνήσω, να ορίσω, να
υποδείξω, να επιπλήξω, να κρίνω, να κατακρίνω, να δυσφημίσω, να επικρατήσω, να επι-
κρατήσω.
Τίποτα δε μου χαρίζεται και σε πολλά δίνω και δίνω γη και ύδωρ. Γη, γιατί όλα εί-
ναι άγονα χωρίς εμένα και ύδωρ, γιατί όλα είναι άνυδρα. Και για να ανθίσουν, γίνομαι
λίπασμα. Ψοφάω, σαπίζω και λιπαίνω τα πλακάκια της άγονης και άνυδρης τούτης γης,

αυτού του ορόφου κι αυτού του πόστου.


                                                                                   Υ.γ: Γράφτηκε σε κόλλα Α4, που ήταν
                                                                                   τυλιγμένο γύρω της ένα πουκάμισο.

Σχόλια